Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1904 Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ ΑΦΗΝΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΠΝΟΗ

13 Οκτωβρίου 1904 ο Εθνικός Ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς Αφήνει την Τελευταία του Πνοή



13 Οκτωβρίου 1904 ο εθνικός ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς,ο θρυλικός Καπετάν Μίκης Ζέζας , αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στη διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη.


Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα του λέει: “… Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα …”. 

Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Όλοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν, παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε “… πονώ!”, πότε “… σκοτώστε με!” και πότε τα ονόματα των παιδιών του “… Μίκη, Ζωή!”. Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στη διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη.

“O θάνατος του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο Θάνατος του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου…….Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονει και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.”(Ιων.Δραγούμης)


Ο Παύλος Μελάς την 18η Αυγούστου 1904 αποχαιρετά τη γυναίκα του για τρίτη και τελευταία, όπως της υπόσχεται, και με τις γνωστές ήδη δυσκολίες φθάνει στη Μακεδονία στις 27 του ίδιου μήνα.

Πεζοπορώντας για πολλές ώρες, πολλές ημέρες και με πολλές προφυλάξεις για να μη συναντηθούν με τουρκικά αποσπάσματα, προχωρούν μέσα στο Μακεδονικό έδαφος με τελικό προορισμό την Καστοριά. 

Προβλήματα διαρκώς ορθώνονται μπροστά τους, όπως φαίνεται από τα γράμματά του: “…Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενω κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει…. Οι άνδρες μου ειναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας… Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δέν έχομεν, το έδαφος δεν το γνωρίζομεν! Θα φθάσωμεν ποτέ εκει ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό και έτσι θα ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τους εκεί αδελφούς; Θεέ μου, Θεέ μου! Και ενώ ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθω να ενθουσιάζω και να ενθαρρύνω τους άνδρας μου… Βρέχει δυνατά και ακατάπαυστα… από χθές το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβαίνας, την οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά …. Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκκαλα, οι πλειστοι έχουν πυρετόν …. Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ΄ολίγον την βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον την πορείαν μας… Η απότομος και ολισθηρά κλίσις του βουνού, τα πυκνότατα και δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποία είναι κάθυγρα από την βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημείς, τα όπλα μας, οι κάπες μας βαρειές από την βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς…”. 

Μετά από συνεχή πορεία αρκετών ημερών και συνήθως σε συνθήκες βροχής και κακοκαιρίας, φθάνει με τους άνδρες του στις 8 Σεπτεμβρίου 1904 στο Κωσταράζι, από το οποίο η Καστοριά απέχει δύο ώρες με τα πόδια. Εκεί μένουν δύο ημέρες για να συνέλθουν, ώστε ξεκούραστοι να συνεχίσουν την εκτέλεση της αποστολής τους.

Και αρχίζει τις επαφές του στη γύρω περιοχή. Για λόγους ασφαλείας, επισκέπτεται νύχτα την Καστοριά, της οποίας ο θαρραλέος Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, που είναι η “ψυχή” όλης της περιφέρειας, και καταλήγει με τους άνδρες του στη Μονή Τσιριλόβου, όπου τους φιλοξενούν οι μοναχοί. Οι Μακεδόνες, μαθαίνοντας την άφιξή τους ανασαίνουν και ενθουσιάζονται, τους αντιμετωπίζουν σαν σωτήρες. 

Κι ενώ ετοιμάζεται να επιτεθεί σε περιοχή, όπου κρύβονται κομιτατζήδες, οι ντόπιοι κάτοικοι αρνούνται να τον οδηγήσουν, ενώ ο ίδιος δε γνωρίζει τα μέρη, για να κινηθεί. Είναι η δεύτερη φορά που ματαιώνονται τα σχέδιά του από την απροθυμία των κατοίκων. Στενοχωριέται, αλλά τους δικαιολογεί, γιατί ο μικρός αριθμός των ανδρών του, δεν τους εμπνέει εμπιστοσύνη και η πιθανή αποτυχία θα δημιουργήσει σκληρά αντίποινα σε βάρος τους. “… Έχουν και δίκαιον οι δυστυχείς και πολλάκις μου υπενθυμίζουν την από ημάς εγκατάλειψιν των την άνοιξην …”

Εν τούτοις, παρά την απροθυμία των κατοίκων και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες – βρέχει συνεχώς για 23 ημέρες – με κέντρο τα χωριά Νεγοβάνη, Λέχοβο, και Νέβεσκα, που βρίσκονται βορειοανατολικά της Καστοριάς, οργανώνει τα περίχωρα, ώστε να περιθάλπουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα, να φροντίζουν την ασφάλεια των κατοίκων, τους οποίους να διαφωτίζουν και να ενθαρρύνουν, ώστε να μην πείθονται από την προπαγάνδα και εγκαταλείποντας την ορθοδοξία να γίνονται σχισματικοί. 

Γιατί οι Βούλγαροι εποφθαλμιούν τη Μακεδονία και επειδή δε μπορούν να την προσαρτήσουν στη χώρα τους με επανάσταση, όπως έκαναν με την Ελληνική Ανατολική Ρωμυλία το 1885, προσπαθούν να το πετύχουν πείθοντας τους Μακεδόνες ότι αν ξεσηκωθούν μαζί τους θα αποκτήσουν την αυτονομία τους. Και παρασύρουν μερικούς και τους ζητούν χρήματα, για να τους εξοπλίσουν δήθεν, μα όπλα δεν τους δίνουν ποτέ! Κι όταν οι Μακεδόνες συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να ελευθερωθούν αλλά να αλλάξουν απλώς κατακτητή – από τους Τούρκους δηλαδή να περάσουν στους Βουλγάρους – και αντιστέκονται, αντιμετωπίζουν την οργή των συμμοριών που ορμούν στα άοπλα χωριά και καίνε, βασανίζουν, σκοτώνουν, αποκεφαλίζουν αρχίζοντας κυρίως από τους ιερείς, τους δασκάλους, τους προεστούς που είναι η πηγή της αντίστασης.

Και γι΄αυτό είναι ευχαριστημένος, γιατί η οργάνωση προχωρεί με επιτυχία και αρχίζει να γίνεται και ο ίδιος ο φόβος των Βουλγάρων και των προδοτών. Η φήμη του εξαπλώνεται σε όλη την περιφέρεια.Πολλοί μάλιστα τον επισκέπτονται και του φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι, ενώ άλλοι του γράφουν. “… Καταλαβαίνομεν… τήν καλοσύνην σου καί είδομεν τό φως τό αληθινόν…”. ‘Ολες αυτές οι εκδηλώσεις τον συγκινούν βαθιά και γεμάτος έλεος για τις μικρότητες που βλέπει γύρω του, συνεχίζει με αγάπη και ενθουσιασμό τη δύσκολη αποστολή του.

Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες.

Παράλληλα, εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. “… Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ΄ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ΄εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και πρό πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ…”.

Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας την παρουσία του. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του. 

Αυτή η απόφαση του θα είναι τελικά γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι και οδηγημένοι από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο για την εκεί παρουσία τους, επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραματίζεται σοβαρά, “… στη μέση με πήρε, παιδιά …”.  Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα του λέει: “… Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πης ότι το καθήκον μου έκαμα …”. 

Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Ολοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε “… πονώ!”, πότε “… σκοτώστε με!” και πότε τα ονόματα των παιδιών του “… Μίκη, Ζωή!”. Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη “… πονώ!” αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στη διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη..

Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής :

“… Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον… εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε …” !

Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. 

Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε το Πανελλήνιο. Ολόκληρη η Ελλάδα πένθησε για τον χαμό του ευγενούς άνδρα, ο οποίος στάθηκε ο πρωτομάρτυρας του Αγώνα γιά την Απελευθέρωση και την Ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα, έπειτα από πέντε αιώνες δουλείας.

Η είδηση του θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα φυσικά, την οικογένειά του. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός πενθεί τον ήρωα, που έφυγε τόσο νέος, μόλις 34 χρονών, και σε τόσο μάλιστα κρίσιμες στιγμές για το Έθνος και τον Ελληνισμό. Το όνομά του γίνεται σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα, ενώ μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και ιδιωτών πολιτών αρχίζουν να σπεύδουν στη Μακεδονία και πυκνώνουν τις τάξεις εκείνων που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή της, ακολουθώντας τον δρόμο του Παύλου Μελά και το παράδειγμά του. 

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν o Μιχαήλ Γ. Μελάς και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό. 

Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των Κεφαλάδων ή  κατά άλλους των Μελανιάδων (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των Στρατηγόπουλων. Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα.

Το 1886 ο Παύλος Μελάς έγινε δεκτός στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού.


Η γνωριμία του και ο γάμος του, το 1892, με τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του Μακεδόνα πολιτικού Στέφανου Δραγούμη και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη, στάθηκε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του Παύλου Μελά, ο οποίος οπωσδήποτε είχε ανδρωθεί σ’ ένα περιβάλλον με έντονο τον εθνικό παλμό, καθώς σ’ αυτήν βρήκε μιαν εξαίρετη σύντροφο και συνεργάτιδα με την οποία μοιραζόταν την ίδια αγάπη για την Πατρίδα.

Η τραγική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνο – Τουρκικό Πόλεμο του 1897, στον οποίο και ο ίδιος συμμετείχε, πλήγωσε βαθιά τον Παύλο Μελά. Πιστεύοντας όμως ότι η χώρα θα ξαναβρεί το δρόμο της, αντέδρασε μέσα στο κλίμα της γενικής απογοήτευσης που τότε κυριαρχούσε. 

Την ίδια εποχή τα γεγονότα στη Μακεδονία προκαλούν την Ελλάδα να πάρει θέση απέναντι στις βιαιοπραγίες Τούρκων και Βούλγαρων, η οποία περιορίζεται σε διαβήματα προς τις άσπονδες φίλες της Μεγάλες Δυνάμεις. 

Το 1902, ο Ίων Δραγούμης διορίζεται Υποπρόξενος στο Μοναστήρι. Αμέσως κηρρύσει “Ιερή Εκστρατεία” στην ευρύτερη περιοχή. Κατηχεί και εμψυχώνει το λαό της Δυτικής Μακεδονίας. Ορίζει διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά. Ιδρύει και οργανώνει τη “Μακεδονική Άμυνα”.

Το 1903, η Βουλγαρική Προπαγάνδα αποφασίζει να παρουσιάσει στην Ευρώπη το δήθεν “Μακεδονικό Ζήτημα”. Στόχος η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο Βουλγαρικό Κράτος, όπως λίγα χρόνια πριν έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία.

Την Άνοιξη του 1903 σχηματίζεται στην Αθήνα μια επιτροπή, η “Μακεδονική Φιλική Εταιρεία” από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο, που έχει σαν σκοπό να πειστεί η Ελληνική Κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των καταδυναστευόμενων από Τούρκους και Βούλγαρους, Ελλήνων στη Μακεδονία. 

Στις 20 Ιουλίου 1903 λαμβάνει χώρα η Βουλγαρική Ψευδοεπανάσταση του ‘Ιλιντεν, με προεπιλεγμένους στόχους τα ελληνικά βλαχόφωνα χωριά Νεβέσκα – Νυμφαίο και Κρούσοβο, η οποία όμως σβήνει σαν πυροτέχνημα από την άμεση αντίδραση των Τούρκων. Όμως οι Βούλγαροι πετυχαίνουν να γεμίσει η περιοχή με τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα, τους Κομιτατζήδες που τρομοκρατούν τους Έλληνες κατοίκους. 

Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, με διαταγή της Ελληνικής Κυβέρνησης,έρχονται μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία, γιά να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα, τέσσερις Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού: οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς. 

Στις 22 Μαϊου 1904, στην Αθήνα, ιδρύεται μυστικά το “Μακεδονικό Κομιτάτο” με Ιδρυτή και Πρόεδρο τον Δ. Καλαποθάκη, Διευθυντή της Εφημερίδας “Εμπρός”. Ανάμεσα στα πρώτα Μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου και ο Παύλος Μελάς. Ώσπου όμως να πειστεί η Ελληνική Κυβέρνηση να πάρει μέτρα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την υπεράσπιση του Μακεδονικού Ελληνισμού, συγκέντρωσαν μόνοι χρήματα και άρχισαν τον μεγάλο τους αγώνα. Αποφασίζουν να δράσουν άμεσα οργανώνοντας ένοπλα σώματα εθελοντών τα οποία και στέλνουν στη Μακεδονία, μαζί με οπλισμό για τους Μακεδόνες, και την υπεράσπισή τους από τις εναντίον τους ληστρικές και φονικές επιθέσεις Βούλγαρων και Τούρκων. 

Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, ο Παύλος Μελάς ξαναήρθε, μόνος αυτή τη φορά, στη Μακεδονία, στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα, με σκοπό να συγκεντρώσει στοιχεία και να μελετήσει προσωπικά την κατάσταση, κυκλοφορώντας σαν ζωέμπορος, και φέροντας το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες, αναλαμβάνοντας την οργάνωση του πρώτου ένοπλου σώματός του. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και ενημέρωσε την Ελληνική Κυβέρνηση για την κατάσταση στη Μακεδονία.

ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΕ ΑΘΛΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ


Ο Παύλος Μελάς ξαναήρθε γιά τρίτη και τελευταία φορά στη Μακεδονία, περνώτας τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 18 Αυγούστου 1904. Κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Όμως ο αγώνας του τερματίστηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904, ημέρα Τετάρτη, στο χωριό Στάτιστα – το οποίο σήμερα προς τιμή του ονομάζεται Μελάς.



ΠΗΓΗ:http://epiruscorner.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου